Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συζητώντας τις απαντήσεις που λάβαμε: από το φόβο στην αβεβαιότητα

 

Η μικρή αυτή έρευνα πάνω στις αλλαγές που φέρνει η τηλεκπαίδευση στη συνθήκη όσων εργάζονται στον κλάδο, αλλά και συνολικά στο περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, πραγματοποιήθηκε από εργαζόμενες/ους κυρίως του ιδιωτικού τομέα την περίοδο από αρχές Ιουνίου έως μέσα Ιουλίου 2020 (για την ταυτότητα της έρευνας βλ. εδώ) καταγράφοντας την εμπειρία από το διάστημα εφαρμογής της πρώτης καραντίνας που επιβλήθηκε με το κλείσιμο των σχολείων στις 10/03/2020. Κύριος σκοπός ήταν να αποτελέσει αφορμή για την ανάδειξη των κοινών προβλημάτων που έφερε στο φως η τηλεκπαίδευση στον ιδιωτικό τομέα όπως αποτυπώθηκαν από τους ίδιους τους/τις συναδέλφους/ισσες, αλλά και να αποτελέσει έναυσμα για συζήτηση γύρω από τις διαφορές στον τρόπο εφαρμογής του μέτρου της εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης στον κάθε εργασιακό χώρο. Συνολικά, η τηλεκπαίδευση άλλαξε κατά πολύ τον τρόπο που διδάσκουμε καθώς μας απομάκρυνε από το φυσικό χώρο της αίθουσας. Σε πολλές περιπτώσεις, αυξήθηκε η πίεση προς τους εργαζόμενους/ες ώστε να υπάρχει ψηφιακό υλικό διαθέσιμο (υλικό που απαιτεί αφιέρωση απλήρωτων ωρών). Η καθιέρωση νέων τεχνολογιών έκανε την προετοιμασία ενός μαθήματος (μέσα από videos, powerpoints, γραφήματα, webex κλπ) πιο απαιτητική καθώς υπήρχαν συνάδελφισσες/οι που είτε δε διέθεταν τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό ή τις σχετικές γνώσεις. Παρακάτω θα δούμε πώς απάντησαν οι συνάδελφοι/ισσες στις ερωτήσεις, έτσι όπως τις οργανώσαμε κατά τις διαδοχικές συζητήσεις που πραγματοποιήσαμε, με σκοπό την ανάλυση του ερωτηματολογίου:  

1. Στην πρώτη ερώτηση ανοικτού τύπου «Πώς αντέδρασαν οι μαθητές/ιες στην εξ' αποστάσεως εκπαίδευση;» οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί με μαθητριες/ές στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου που διέθεταν τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό απάντησαν πως η αυθόρμητη αντίδραση αρκετών μαθητών/ιων δεν ήταν εντελώς αρνητική στην πολύ αρχική φάση εφαρμογής της εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης. Πολύ σύντομα όμως η κούραση, η ανία, η απροθυμία συμμετοχής και η έλλειψη νοήματος απέναντι στον τρόπο αυτόν εκπαίδευσης έγιναν ο κανόνας για τις περισσότερες μαθήτριες/ες. Με το πέρασμα του χρόνου, μάλιστα, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός της καραντίνας άρχισε να κάνει όλο και πιο φανερές τις επιπτώσεις της διαταράσσοντας και αποδιοργανώνοντας την καθημερινότητα των μαθητών/ιων. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ένας εκπαιδευτικός: «…υπήρξαν και μαθητές για τους οποίους διαταράχθηκε μια αρκετά καλή μαθησιακή καμπύλη: εμφάνιζαν συχνότερη διάσπαση προσοχής, περισσότερη έλλειψη ενδιαφέροντος και εμφανίζονταν κουρασμένοι. Το τελευταίο μάλλον έχει να κάνει με πιθανή διαταραχή του ωραρίου τους λόγω απουσίας σχολείου (βραδινό streaming, αφού έχουν κοιμηθεί οι γονείς κλπ)». Το κίνητρο για διάβασμα και για παρακολούθηση του μαθήματος (όσο και για τη μάθηση γενικά), άνισα κατανεμημένο μεταξύ των μαθητών/ιων, μεταξύ εκείνων που διέθεταν, μαζί με τα τεχνολογικά μέσα, πνευματική και ψυχολογική στήριξη από το οικογενειακό τους περιβάλλον και εκείνων που δε διέθεταν, όξυνε ακόμα περισσότερο διαχωρισμούς ταξικούς, κοινωνικούς, οι οποίοι αν και δεν έχουν ως αιτία τους, αυτοί καθαυτοί, την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης την περίοδο της καραντίνας, εντούτοις μέσω της τηλεκπαίδευσης ήρθαν με ξεκάθαρο τρόπο στην επιφάνεια. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε στο γεγονός αυτό πως ο μαθητικός πληθυσμός δεν έχει, ούτως ή άλλως, μάθει να εργάζεται αποκλειστικά μέσω υπολογιστή, αφού η χρήση των νέων τεχνολογιών σχετίζεται κατεξοχήν με διασκέδαση.

Εντελώς διαφορετική ωστόσο είναι η εικόνα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αφού εκεί σε αντίθεση με τις «μεγαλύτερες τάξεις [που] το αποδέχτηκαν ως αναγκαίο κακό, χωρίς να το προτιμούν, οι μικρότερες τάξεις ανάλογα με την περίσταση» είδαν «αρνητικά» από την αρχή τα τηλεμαθήματα, όπως αναφέρει ένας εκπαιδευτικός. «Λόγω του νεαρού της ηλικίας, κάναμε μόνο μια εβδομάδα τηλεδιασκεψεις, και έπειτα από πρόταση των γονέων, κατά τις οποίες φυσικά δεν υπήρχε ενδιαφέρον από τα παιδιά». Και συνεχίζει: «Παρόλα αυτά, όλον τον υπόλοιπο καιρό είχαμε προσωπική επαφή με το κάθε παιδάκι και στέλναμε εκπαιδευτικό υλικό σε όλες τις οικογένειες». Ακόμα περισσότερο στην πρωτοβάθμια, σε σχέση με τη δευτεροβάθμια ο ρόλος της οικογένειας είναι προσδιοριστικός της στάσης των παιδιών: «Δεδομένου ότι εργάζομαι στην πρωτοβάθμια, θεωρώ ότι η στάση των μαθητών διαμορφώθηκε καθοριστικά από τη στάση των γονέων απέναντι στην τηλεκπαίδευση. Οι γονείς δηλαδή που ήταν σκεπτικοί απέναντι στη νέα κατάσταση και στην αποδοτικότητα της νέας αυτής μορφής εκπαίδευσης, καλλιέργησαν και στα παιδιά μια πιο παθητική στάση απέναντι στη διαδικασία. Οι μαθητές αυτοί εργάζονταν με μικρότερο ενδιαφέρον και εστίαζαν στην αίσθηση του προσωρινού της κατάστασης» αναφέρει μια εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας και συνεχίζει «οι γονείς ωστόσο που ήταν πιο εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες, ενδιαφέρονταν για την αδιάλειπτη συνέχεια στην εκπαίδευση των παιδιών και μπορούσαν να τα υποστηρίξουν για τυχόν απορίες και τεχνικά ζητήματα στο e-class, εξασφάλισαν και την πιο ουσιαστική εμπλοκή των παιδιών.».

Tο μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα που κατέγραψε το ερωτηματολόγιο ήταν η ύπαρξη ενός αριθμού μαθητών/ιων που δεν είχαν καθόλου τον κατάλληλο εξοπλισμό ή τις γνώσεις χειρισμού του με αποτέλεσμα να αποκλείονται εντελώς από την εκπαιδευτική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές η «Δυσκολία προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα» όπως ανέφερε ένας εκπαιδευτικός ήταν και οι μεγαλύτερες. «Οι περισσότεροι δεν είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε υπολογιστή. Γι’ αυτούς ήταν απλά “κλειστά τα σχολεία”».

 

2. Η ερώτηση για τον τρόπο με τον οποίο η καραντίνα έχει αλλάξει (ή δεν έχει αλλάξει) τις σχέσεις με τους συναδέλφους/ισσες επιχειρεί να εντοπίσει τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ συναδέλφων/ισσων σε έναν πολλαπλά κατακερματισμένο κλάδο όπως αυτόν της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Εδώ παρατηρείται μια ξεκάθαρη τομή μεταξύ δυο στάσεων: από τη μία πλευρά η στάση όσων ανέφεραν πως η καραντίνα δεν είχε επίδραση στις σχέσεις τους με συναδέλφους για λόγους που έχουν να κάνουν με την εξατομικευμένη φύση της ίδιας της εργασίας (π.χ. όσες έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα ή ακόμα και εργάζονταν για περισσότερους από έναν εργοδότες, όπως πχ. ταυτόχρονα σε διαφορετικά φροντιστήρια και ιδιαίτερα κτλ.) και η δεύτερη στάση αφορούσε όσες/ους ανέφεραν πως διέκριναν αλλαγές στις σχέσεις τους με συναδέλφους/ισσες, που σχετίζονταν όμως με σχέσεις δημιουργημένες πριν από την καραντίνα.

Σημαντικός παράγοντας στο σημείο αυτό είναι πως αρκετές/οι από αυτούς που δεν ανέφεραν να εντοπίζουν κάποια ιδιαίτερη αλλαγή στις σχέσεις τους με τους συναδέλφους είναι από τις νεοεισερχόμενες/ους στον εκπαιδευτικό κλάδο δηλαδή είχαν δηλώσει πως εργάζονταν από ένα έως το πολύ τρία έτη στην ιδιωτική εκπαίδευση στην αντίστοιχη ερώτηση του ερωτηματολογίου, χωρίς όμως ο παράγοντας αυτός από μόνος του να εξηγεί και την απουσία ύπαρξης συναδελφικών σχέσεων.

Από την άλλη πλευρά, όσες/οι διαπίστωσαν αλλαγές στη σχέση τους με τους συναδέλφους ανέφεραν πως η τηλεκπαίδευση συνέβαλε ώστε το κλίμα να γίνει πιο ανταγωνιστικό από όσο ήδη ήταν. Οι περισσότερες είναι εκπαιδευτικοί που δήλωσαν ότι εργάζονται στον κλάδο για περισσότερα από τρία συναπτά έτη. Μαζί με τη μείωση των συναδελφικών επαφών αυξήθηκε η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον. Ταυτόχρονα, όμως το ερωτηματολόγιο ανέδειξε και μια άλλη διάσταση που σχετίζεται όχι μόνο με τις ανύπαρκτες σχέσεις στους χώρους εργασίας αλλά και έναν πατερναλισμό που συνδέεται με τις μικρές σε μέγεθος εργαζομένων επιχειρήσεις της εκπαίδευσης. Όπως αναφέρει μια εκπαιδευτικός πως πλέον «έχουμε μόνο κοινές συνομιλίες στα διάφορα διαδικτυακά μέσα στα οποία όμως συμμετέχουν και οι υπεύθυνοι σπουδών και τα αφεντικά μας».

Τέλος, ενδεικτικό των ανύπαρκτων σχέσεων μεταξύ των συναδέλφων ή προβληματικών σχέσεων μέσα στον κλάδο της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι το γεγονός πως αρκετοί ερωτώμενοι/ες απέφυγαν να απαντήσουν την ερώτηση αυτή του ερωτηματολογίου.  Γεγογονός που οφείλει να προβληματίσει.

 

3. H επόμενη ερώτηση αφορά τις αλλαγές που έχει επιφέρει η τηλεκπαίδευση στη σχέση των εκπαιδευτικών με τους γονείς των μαθητών/ιων. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων, από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εκφράζεται αρνητικά απέναντι στο ερώτημα. Η τηλεκπαίδευση για τους περισσότερους/ες μείωσε τις επαφές και τις αλληλεπιδράσεις με τους γονείς. Οι εκπαιδευτικοί εκείνοι που δήλωσαν πως έχουν παρατηρήσει αλλαγή στις σχέσεις με τους γονείς προέρχονται από το χώρο, κυρίως, της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ή εργάζονται σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών και έχουν αναλάβει τάξεις με μαθητές δημοτικού/γυμνασίου. Η πραγματικότητα είναι πως παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι γονείς να μπαίνουν κυριολεκτικά στην (ψηφιακή) τάξη παρακολουθώντας το μάθημα είτε από εμφανή σημεία είτε κρυμμένοι/ες.  Με την τηλεργασία όχι μόνο λοιπόν οι εργαζόμενοι/ες δεν έχουν ξεκάθαρα ορισμένο ωράριο και πρέπει να είναι διαθέσιμοι/ες 24/7, αλλά βρέθηκαν να επιτηρούνται και από τους ίδιους τους γονείς. Το τηλεμάθημα μετατρέπεται σε ένα νέο μέσο παρακολούθησης και επόπτευσης: «Προ καραντίνας είχα ελάχιστη επαφή με τους γονείς. Αυτό άλλαξε με τα τηλεμαθήματα, ειδικά στο δημοτικό που κάποιοι γονείς παρακολουθούσαν το μάθημα (βρισκόμενοι εκτός πλάνου της κάμερας) και μεταφέροντας τα όποια παράπονα στο αφεντικό.». Ένας ακόμα εκπαιδευτικός αυτή τη φορά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναφέρει για τους γονείς: «έχουν γίνει περισσότερο παρεμβατικοί και πιεστικοί ειδικότερα σε περιπτώσεις παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Το βάρος του ότι πλέον δεν διαβάζουν ή έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους μεταφέρετε πάνω στους καθηγητές. Κι αυτοί επίσης ενοχλούν ακατάλληλες ώρες της μέρας "μιας και μένουμε σπίτι" άρα δεν έχουμε άλλη ζωή».


Λίγες είναι οι συναδέλφισσες που αναφέρουν ότι η τηλεκπαίδευση συνέβαλε ώστε οι γονείς να εκτιμήσουν την απλήρωτη εργασία προετοιμασίας για τα τηλεμαθήματα. Συνολικά πάντως, με βάση τις καταχωρημένες απαντήσεις που λάβαμε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δε φάνηκε να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη αλλαγή στη σχέση με τους γονείς - ενδεικτικό του γεγονότος ότι από το Γυμνάσιο και μετά η εκπαίδευση του παιδιού “μπαίνει στον αυτόματο πιλότο” για αρκετές οικογένειες.

 

4. Στην επόμενη ερώτηση «Ποιες πρακτικές ακολούθησε ο/οι εργοδοτης/ες σου στη διάρκεια της καραντίνας;» οι εργαζόμενες/οι εκείνες/οι που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα αναφέρουν ως κοινή πρακτική μεταξύ των εργοδοτών την αναστολή σύμβασης και τη συνέχιση των τηλεμαθημάτων, τα οποία σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις πληρώθηκαν «μαύρα». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας συνάδελφος: «μας έβγαλε σε αναστολή μας μείωσε τις ώρες συγχωνεύοντας τα τμήματα και μας πλήρωνε μαύρα τις ώρες της τηλεκπαίδευσης». Ένας άλλος εκπαιδευτικός αναφέρει: «Αρχικά υπήρξε αρκετή αβεβαιότητα (και πολύ άγχος από τη δική μου πλευρά) γιατί φαινόταν ότι το φροντιστήριο μάλλον δεν έχει τη δυνατότητα να μας πληρώσει για τα διαδικτυακά μαθήματα. Έτσι όταν προέκυψε η ρύθμιση με τα 800 ευρώ μας δήλωσαν όλους σε αναστολή σύμβασης για Μάρτιο και Απρίλιο, παρότι συνεχίσαμε να δουλεύουμε κανονικά από το σπίτι. Επίσης μας είπαν ότι θα προσπαθήσουν να εισπράξουν ένα μέρος των διδάκτρων από τους γονείς ώστε να "πάρουμε κάτι επιπλέον" για τα διαδικτυακά μαθήματα. Πάντως πληρωθήκαμε έγκαιρα για τις πρώτες 15 μέρες του Μάρτη και πήραμε το δώρο Πάσχα».  Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή της καραντίνας έφερε στην επιφάνεια την επισφάλεια των συνθηκών εργασίας των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα μαζί με πλήθος εργοδοτικών αυθαιρεσιών, ανάλογα με την περίπτωση, όπως για παράδειγμα ο συμψηφισμός του μισθού με το κρατικό επίδομα των 800 ευρώ που είχε εξαγγείλει εκείνη την περίοδο η κυβέρνηση, η μείωση των ωρών και η ακόμα μεγαλύτερη ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας με τηλεδιασκέψεις εκτός ωραρίου, αλλά ακόμα και καθυστερήσεις μισθοδοσίας ακόμα και για μήνες.  

 

Απέναντι σε αυτήν την κοινή πρακτική των αφεντικών επιβολής ενός καθεστώτος μεταξύ «μαύρης» πληρωμής και εντατικοποίησης που έφερε η τηλεκπαίδευση όσες αντιστάσεις κατάφερε να καταγράψει το ερωτηματολόγιο ήταν κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Όπως αναφέρει μια συναδέλφισσα η οποία εργάζεται σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών: «Ξεκίνησα να κάνω διαδικτυακά μαθήματα για περίπου 2 εβδομάδες, έπειτα η εργοδοσία πρότεινε αναστολή και μαύρη εργασία, δεν το δέχτηκα, μπήκα σε αναστολή και συνέχισε η ίδια τα μαθήματα».

 

Αντίθετα, η κατάσταση ήταν διαφορετική για τους αναπληρωτές εκείνους/ες που εργάζονταν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ακριβώς γιατί ο μισθός δεν υπολογίζεται με βάση τις ώρες εργασίας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξε πίεση από τους διευθυντές των σχολείων για συμμετοχή ακόμα και των δημοτικών σχολείων στην τηλεκπαίδευση: Όπως αναφέρει έν@ συνάδελφ@: «Πίεση συμμετοχής σε όλες τις μορφές ΕΞΑΕ, ακόμη κι αν δεν είχαν όλα τα παιδιά τα μέσα. Πίεση για τις στατιστικές συμμετοχής και μέσων του υπουργείου. Ακύρωση των αποφάσεων τηλε-συλλόγου διδασκόντων».

 

Προστρέχοντας στα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2020, ώστε να λάβουμε υπόψη μας τη γενικότερη εικόνα της περιόδου εκείνης σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ιδιωτικό αλλά και δημόσιο τομέα, μπορούμε να δούμε πως οι εργαζόμενες/οι του κλάδου εργάστηκαν λιγότερες ώρες εργασίας σε ποσοστό 85,1%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση συγκριτικά με εργαζόμενους κάθε άλλου κλάδου της οικονομίας. Συνολικά, η μείωση του εργάσιμου χρόνου ήταν μεγαλύτερη στους οικονομικούς εκείνους κλάδους όπου τα εργασιακά δικαιώματα είναι περιορισμένα και κυριαρχούν κατεξοχήν ευέλικτες μορφές απασχόλησης [i].  

 

Αντίστοιχη είναι και η κατάσταση που αποτυπώνουν οι απαντήσεις και του μικρού αυτού ερωτηματολογίου: για αρκετούς εκπαιδευτικούς του κλάδου η αναδιαμόρφωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και η μείωση των ωρών εργασίας συνδέεται με την αλλαγή στην εισοδηματική τους κατάσταση.

 

Πίνακας 1

Ώρες εργασίας

Απαντήσεις

%

Έχουν αυξηθεί

3

6

Έχουν μειωθεί

20

39

Παρέμειναν ίδιες

28

55

Σύνολο

51

100

 

Πιο συγκεκριμένα, από τους 45 εργαζόμενους με συμβάσεις μερικής απασχόλησης 15 εργαζόμενοι ανέφεραν πως μειώθηκε το εισόδημά τους (πίνακας 3). Παρόλα αυτά, ακόμα και στις 33 περιπτώσεις συναδέλφων/ισσών (πίνακας 2) που δήλωσαν πως το εισόδημά τους παρέμεινε το ίδιο συγκριτικά με την περίοδο πριν την καραντίνα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πως αυτό σχετίζεται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, με το επίδομα της κυβέρνησης που συγκράτησε μόνο πρόσκαιρα την τάση βύθισης του εισοδήματος.

  

Πίνακας 2

Εισόδημα

Απαντήσεις

%

Αυξήθηκε

2

4

Μειώθηκε

16

31

Παρέμεινε το ίδιο

33

65

Σύνολο

51

100

 

Από την άλλη πλευρά, οι λίγοι που ανέφεραν πως μέσα στην περίοδο της καραντίνας το εισόδημά τους αυξήθηκε δεν έδωσαν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αυτό αυξήθηκε, αν δηλαδή αυτό οφείλεται στο επίδομα της κυβέρνησης σε συνδυασμό με τις ώρες εργασίες ή σε άλλους λόγους, όπως π.χ. εξεύρεση νέων ιδιαίτερων μαθημάτων κτλ. Επίσης, οι μισθολογικές μειώσεις συνδέονταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, πέρα από μείωση ωρών και με μείωση στα δίδακτρα που κατέβαλαν οι γονείς των μαθητών αφού όπως ανέφεραν συνάδελφοι και συναδέλφισσες που έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα γονείς ζήτησαν αύξηση ωρών ώστε να «μη μείνει το παιδί πίσω» ζητώντας παράλληλα μειώσεις στην εργατοώρα. 

 

Πίνακας 3

                        Αλλαγή εισοδήματος

 

Αυξήθηκε

Μειώθηκε

Παρέμεινε το ίδιο

Σύνολο

 

Είδος Σύμβασης

Μερικής απασχόλησης

2

15

28

45

Πλήρους απασχόλησης (και ορισμένου χρόνου)

0

1

5

6

Σύνολο

 

2

16

33

51

 

 

Συμπερασματικά, το γεγονός που αποτυπώνει και από μια ακόμα σκοπιά την κυριαρχία των επισφαλών συνθηκών εργασίας στις οποίες βρίσκονται καθηλωμένοι/ες οι εργαζόμενοι/ες στον κλάδο της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι πως, παρά το μικρό αριθμό του δείγματος στην έρευνά μας*, επιβεβαιώνεται η στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ αλλαγής ωρών εργασίας και αλλαγής εισοδήματος (πίνακας 4). Μια ακόμα ένδειξη για τη «μαύρη» εργασία, την εργασία χωρίς συμβάσεις ή τις ατομικές συμβάσεις που έχουν δεσπόσει τα τελευταία χρόνια στον κλάδο, την πληρωμή με την ώρα που συνεπάγεται πενιχρές απολαβές και την απουσία αντιστάσεων σε συλλογικό επίπεδο.  

 

Πίνακας 4

Αλλαγή εισοδήματος

 

Όχι

Ναι

Σύνολο

 

Αλλαγή Διδακτικών Ωρών

Όχι

22

6

28

Ναι

11

12

23

Σύνολο

 

33

18

51

Χ2= 5.227, df=1, Pr= 0.022 (*effect size ≈ 0.32)

 

5.          Θα ήθελες να δουλεύεις αποκλειστικά από το σπίτι; (Αν ναι γιατί, αν όχι γιατί)

Oι περισσότεροι/ες συνάδελφοι/ισσες αντιμετωπίζουν αρνητικά το ενδεχόμενο να δουλεύουν αποκλειστικά από το σπίτι γιατί το βλέπουν ως μία διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την συγχώνευση των δύο. Κάποια σημεία που επισημαίνονται είναι:

1) η αύξηση του χρόνου διορθώματος,

2) η συνεχής επικοινωνία με τα παιδιά καθόλη τη διάρκεια της μέρας,

3) ο χρόνος επικοινωνίας (μέσω τηλεφώνων, email και άλλα) με τους γονείς και

4) ο αυξημένος χρόνος προετοιμασίας εκπαιδευτικού υλικού σε ηλεκτρονική μορφή (π.χ. powerpoint).

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας εκπαιδευτικός:  «Με την τηλεκπαίδευση οι συνολικές ώρες δουλειάς (προετοιμασία, διόρθωμα, συζήτηση με γονείς) ήταν τελικά περισσότερες απ' ότι δια ζώσης. Εν μέσω καραντίνας ιδιαίτερα, γονείς και μαθητές μπορεί να επικοινωνούσαν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας για τυχόν ερωτήσεις ή διευκρινίσεις, θεωρώντας ότι είμαστε όλη μέρα στο σπίτι». Επιπλέον, συνάδελφοι/ισσες νοιώθουν ότι ο χώρος τους ως εκπαιδευτικοί έχει γίνει περισσότερο διάτρητος, καθώς θεωρούν ότι βρίσκονται κάτω ένα καθεστώς επιτήρησης και αξιολόγησης τόσο από τους εργοδότες όσο κι από γονείς με επικριτική διάθεση.

Τα παραπάνω φαίνεται να έχουν συμβάλει σε μία περισσότερο αλλοτριωμένη συνθήκη εργασίας. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των απαντήσεων είναι η αίσθηση των συναδέλφων ότι η δουλειά τους μοιάζει με ένα φαύλο κύκλο και αυτό γιατί παρόλη την προσπάθεια, το αποτέλεσμα είναι χειρότερο, δηλαδή τα παιδιά δεν φαίνεται να μαθαίνουν. Σχετικά λίγοι συνάδελφοι αναφέρθηκαν με θετικό τρόπο στην προοπτική μόνιμης εργασίας από απόστασης και αυτοί/ες τόνισαν κυρίως το ζήτημα της εξοικονόμησης χρόνου από την έλλειψη μετακίνησης.

6.          Ποιες αλλαγές βλέπεις να προκάλεσε η τηλεκπαίδευση συνολικά στο περιεχόμενο της εργασίας σου;

Ένα πρώτο σημείο είναι ότι περισσότεροι εργαζόμενοι ταυτίζουν την έννοια της τηλεκπαίδευσης με την εντατικοποίηση της εργασίας τους. Αυτό συνοψίζεται στην φράση μίας συναδέλφου ότι «μας ζητούν να κάνουμε περισσότερη και ποιοτικότερη δουλειά». Με βάση τα δεδομένα του Πίνακα 2, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι αυτό συμβαίνει με την παροχή της ίδιας ή / και μικρότερης αμοιβής.

Ένα δεύτερο σημείο αφορά την όξυνση μίας ψυχολογικής συνθήκης πίεσης και άγχους. Για παράδειγμα πολλοί/ες δηλώνουν ότι νοιώθουν να μετακυλίεται πάνω τους το βάρος του γεγονότος ότι οι μαθητές χάνουν το ενδιαφέρον τους και δεν ωφελούνται όπως θα έπρεπε από την εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης, όταν αναφέρονται στην αναγκαιότητα χρήσης τεχνολογίας στις μεθόδους διδασκαλίας τους (π.χ. με video, χρήση webex, λειτουργία συσκευών όπως σκάνερ, κ.α) δείχνουν να το αντιμετωπίζουν ως ένα αποκλειστικά ατομικό πρόβλημα. Παράλληλα, κάποιοι/ες αναγνωρίζουν και κάποια θετικά στοιχεία στην προσαρμογή τους στην συνθήκη της τηλεκπαίδευσης, κυρίως όσον αφορά στην εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες και ορισμένες νέες διδακτικές πρακτικές.

Τέλος, ένα τρίτο σημείο, αφορά αυτό στο οποίο αναφέρονται οι συνάδελφοι ως «αποστείρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας». Αυτό το περιγράφουν ως μία διαδικασία που αποκτά περισσότερο χαρακτηριστικά «δουλειάς γραφείου». Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποία περιγράφουν το μάθημα είναι ως μία διαδικασία με μικρότερη ευελιξία και με πιο λίγη επαφή με τις ανάγκες του μαθητή και το επίπεδο κατανόησης του αντικειμένου διδασκαλίας. Ένα επιπλέον σημείο αφορά την έλλειψη στοιχείων βιωματικότητας και κριτικής προσέγγισης στην εκπαιδευτική διαδικασία. Χαρακτηριστικά, ένας συνάδελφος περιγράφοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της τηλεκπαίδευσης στο αντικείμενο διδασκαλίας του, αναφέρεται στον αποκλεισμό «ομαδικότητας, επαφής, αλληλεπίδρασης και βιωματικών δράσεων». Μία τελευταία αλλά ιδιαίτερα σημαντική διαπίστωση είναι ότι έχουν ενταθεί οι επιπτώσεις των κοινωνικών διαχωρισμών στην αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για παράδειγμα, παιδιά με λιγότερα προνόμια και ανεπαρκή ερεθίσματα στο σπίτι φαίνεται να έχουν απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από την εκπαίδευση. Αυτή η κατάσταση έρχεται σε αντίθεση όταν συγκρίνεται με την συνθήκη παιδιών που έχοντας μεγαλύτερη υποστήριξη στο σπίτι και τα οποία φαίνεται ότι μπορούν έστω και έτσι να προοδεύσουν. Χαρακτηριστικά μία εκπαιδευτικός αναφέρει: «(Η τηλεκπαίδευση) μετέτρεψε ένα τμήμα μιας ταχύτητας σε τμήμα τεσσάρων ταχυτήτων».

7.          Πώς κρίνεις ότι θα εξελιχθεί η κατάσταση στο χώρο εργασίας σου το ερχόμενο διάστημα (6μήνες);  

Οι περισσότεροι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν το μέλλον με αβεβαιότητα και καχυποψία, πράγμα που οφείλεται στον φόβο καθολικής εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης. Αξίζει να υπογραμμιστεί σε αυτό το σημείο, ότι η παραπάνω εκτίμηση αντανακλά το κλίμα της χρονικής περιόδου του τέλους της πρώτης καραντίνας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Σε γενικές γραμμές,  θεωρούν ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει και ότι η τηλεκπαίδευση θα συνδεθεί με μείωση του κόστους λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (δηλαδή κέρδη για τα αφεντικά) και περισσότερη εντατικοποίηση/υποβάθμιση της εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται σε πιθανά σενάρια μείωσης του ωρομισθίου ή/και των ωρών εργασίας καθώς και σε εκτιμήσεις μεγαλύτερων απαιτήσεων από τους εργοδότες. Επίσης, εκφράζεται φόβος για άλλα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν όπως πιθανή διακοπή πληρωμών διδάκτρων από τους γονείς. Αρκετοί/ες αναφέρονται στην υπαρκτή πιθανότητα ανάδυσης μίας πραγματικότητας όπου θα κυριαρχεί ένας συνδυασμός μαθημάτων δια ζώσης και εξ αποστάσεως -γεγονός που παρενθετικά αντανακλά και εκτιμήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο για το μέλλον της εκπαίδευσης [ii]- και προβλέπουν έξτρα διαδικτυακά μαθήματα το σαββατοκύριακο για επίλυση αποριών των μαθητών. Τέλος επισημαίνεται από κάποιους/ες, η μελλοντική αλλαγή στα απαιτούμενα προσόντα που θα καθιστούν εφικτή την κατοχύρωση εργασίας στην ιδιωτική εκπαίδευση, περιλαμβάνοντας, για παράδειγμα, εξειδίκευση στην τηλεκπαίδευση, βεβαιώσεις προϋπηρεσίας σε online σεμινάρια, κ.α.

 

 

Δεκέμβριος 2020

Desperate teachers

desperateteachers2020.blogspot.com 

 

 

 

 

Σημειώσεις:



[i] Στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ που αναφέρονται στο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», Ετήσια Έκθεση 2020, Οκτώβριος 2020, σ. 77

[ii] Αποτυπώνοντας στάσεις για το μέλλον της (τηλ)εκπαίδευσης σε 5 χρόνια από τώρα, μια έρευνα του Νοεμβρίου του 2020 σε 29 χώρες (εκτός ελλάδας) δείχνει πως το 49% των ερωτηθέντων κρίνει πως το μέλλον της εκπαίδευσης θα περιλαμβάνει συνδυασμό μεταξύ μαθημάτων δια ζώσης και μαθημάτων εξ αποστάσεως. Βλ.: www.ipsos.com/sites/default/files/ct/news/documents/2020-11/higher-education-in-person-or-online.pdf. 


pdf


Σχόλια