Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο δεύτερος γύρος της τηλεκπαίδευσης

 

Ο δεύτερος γύρος της τηλεκπαίδευσης

 

Στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη η κυβερνητική απόφαση για κλείσιμο όλων των εκπαιδευτικών δομών έστειλε για δεύτερη φορά μαθητές και εκπαιδευτικούς μπροστά από τις οθόνες υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων - ο δεύτερος γύρος της τηλεκπαίδευσης ήταν γεγονός. Αυτή τη φορά η τηλεκπαίδευση αφορούσε το σύνολο της “εκπαιδευτικής κοινότητας” αφού, αφενός το υπουργείο παιδείας είχε κάνει υποχρεωτική τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών του δημόσιου σχολείου στην τηλεκπαίδευση, και αφετέρου τα μεγάλα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία είχαν ήδη προετοιμαστεί για αυτό το ενδεχόμενο.

 

Σε αντίθεση με το περασμένο Μάρτη έγινε πολύ γρήγορα εμφανές, τουλάχιστον στην πλειοψηφία όσων δουλεύουμε στο χώρο της εκπαίδευσης, ότι η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στο δεύτερο κύμα της επιδημίας ήταν πλέον το αποτέλεσμα συγκεκριμένων και συνειδητών επιλογών του κράτους. Ενδεικτικά μόνο θα αναφέρουμε: την πεισματικη άρνηση να “αραιώσουν” τα σχολικά τμήματα και να προσληφθούν επιπλέον καθηγητές και δάσκαλοι για να λειτουργήσουν μικρότερα τμήματα, την πλήρη απροθυμία να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν εναλλακτικές λύσεις (π.χ. η εκ περιτροπής λειτουργία των σχολικών τμημάτων), την άρνηση να πραγματοποιηθούν τέστ για εκπαιδευτικούς και μαθητές (που αναγκάστηκαν να επωμιστούν το κόστος μόνοι τους). Προφανώς οι εκπαιδευτικές δομές δεν είναι απομονωμένες από την υπόλοιπη κοινωνική ζωή, έτσι το κλείσιμό τους δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο των παραπάνω επιλογών. Ήταν επίσης αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου μοντέλου διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης που δίνει έμφαση σχεδόν αποκλειστικά σε κατασταλτικά μέτρα. Ένα μοντέλο διαχείρισης που, μετά από δύο και πλέον μήνες οριζόντιου lockdown με χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες, έχει ξεκάθαρα αποτύχει.

 

Δεν θα σταθούμε εδώ στον τραγέλαφο των πρώτων ημερών εφαρμογής της υποχρεωτικής τηλεκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο, όπου τα τεχνικά προβλήματα κατόρθωσαν να κρασάρουν τα νεύρα εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών, αν και είναι πάντα απολαυστικός ο σχολιασμός μιας ανεκδιήγητης (και αδίστακτης) υπουργού παιδείας που νομίζει ότι διοικεί λόχο νεοσυλλέκτων και παριστάνει ότι όλα συνεχίζονται κανονικά! Θα σταθούμε όμως στο τι ζήσαμε, τόσο εμείς όσο και οι μαθητές και οι μαθήτριές μας, δηλαδή στο ποιά ουσιαστικά προβλήματα ανέδειξε η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στο δεύτερο κύμα της επιδημίας.

 

Το πρώτο πρόβλημα που έγινε εμφανές μέσα σε λίγες μόνο ημέρες ήταν η μεγάλη κόπωση των παιδιών εξαιτίας των συσσωρευμένων ωρών παρακολούθησης μαθημάτων μέσω οθόνης. Αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από το πρωϊνό σχολικό πρόγραμμα η πλειοψηφία των μαθητών παρακολουθεί και απογευματινά μαθήματα σε φροντιστήρια και κέντρα ξένων γλωσσών καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε για 8 με 10 ώρες την ημέρα μπροστά σε μια οθόνη. Δυστυχώς υπάρχουν ορισμένοι συνάδελφοι (ειδικά στον εντατικοποιημένο χώρο των φροντιστηρίων) που περιμένουν ότι ένας έφηβος ή ένα παιδί μπορούν να λειτουργήσουν φυσιολογικά μέσα σε αυτή τη συνθήκη! Το φυσιολογικό αποτέλεσμα ήταν ότι ήδη από την πρώτη εβδομάδα υπήρχε κλίμα γκρίνιας και παραίτησης από πολλούς μαθητές - οι συχνές απουσίες και η μεγαλύτερη “σιωπή” που επικράτησε στις online τάξεις σε σχέση με τον περασμένο Μάρτη ήταν αποκαλυπτικές.

 

Το δεύτερο πρόβλημα που επίσης εμφανίστηκε γρήγορα ήταν οι αρνητικές επιπτώσεις στην σωματική και στην ψυχική υγεία, τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των μαθητών, που προκάλεσαν οι συνεχόμενες ώρες καθιστικής εργασίας σε συνδιασμό με το ανυπόφορο καθεστώς εγκλεισμού της καραντίνας. Όσοι και όσες δουλεύουμε στο χώρο της εκπαίδευσης βιώσαμε πλήρως την σωματική και διανοητική κόπωση που προκαλεί μια “δουλειά γραφείου”, ενώ η αγαπημένη λέξη των μαθητών μας που στερήθηκαν οτιδήποτε ευχάριστο τους προσφέρει η σχολική ζωή έγινε το “βαριέμαι”. Το πρόβλημα έχει μια ιδιαίτερη ένταση στα παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αφού σε αυτές τις ηλικίες το σχολείο είναι σχεδόν ο αποκλειστικός χώρος κοινωνικοποίησης τους.

 

Βέβαια το ζήτημα που απασχόλησε σχεδόν αποκλειστικά τον δημόσιο διάλογο ήταν η έλλειψη κατάλληλου τεχνολογικού εξοπλισμού (laptop, tablet και συνδέσεις στο διαδίκτυο) από ένα σημαντικό ποσοστό των μαθητών - αρκετές εκτιμήσεις μιλούν για ένα 25% των μαθητών που είχε σοβαρές δυσκολίες ή αδυναμία πρόσβασης στην τηλεκπαίδευση. Αυτή η κατάσταση προφανώς δημιουργεί νέους αποκλεισμούς από την εκπαιδευτική διαδικασία, αποκλεισμούς που ξεκάθαρα αφορούν εκείνα τα παιδιά που προέρχονται από τα κατώτερα στρώματα της ταξικής πυραμίδας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το προαναφερόμενο ποσοστό εκτοξεύεται προς τα επάνω στις “φτωχές” συνοικίες! Στην έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού πρέπει να προσθέσουμε τα καθημερινά προβλήματα μέσα στα σπίτια των μαθητών και των μαθητριών που προκύπτουν από την ταυτόχρονη παρουσία των γονιών που εργάζονται με τηλεργασία και των αδελφών τους που επίσης πρέπει να παρακολουθήσουν τηλεμαθήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η πλειονότητα των μαθητών προσπαθούν να συμμετάσχουν στην χιλιοτραγουδισμένη τηλεκπαίδευση από την οθόνη ενός κινητού! Όμως η αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και η δημιουργία νέων αποκλεισμών που προκαλεί η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης δεν σταματάει εδώ. Ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών/προσφύγων και πήγαιναν σχολείο δεν διαθέτουν σύνδεση στο διαδίκτυο σε μόνιμη βάση. Ιδιαίτερα για τα παιδιά που μένουν σε προσφυγικά camps το να πάνε στο σχολείο είναι η μοναδική ευκαιρία που έχουν για να ξεφύγουν από την πνιγηρή συνθήκη γκετοποίησης που βιώνουν. Επίσης παιδιά που προέρχονται από ένα προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον (που έτσι κι αλλιώς τους προσφέρει ελλιπη κίνητρα) “χάνονται” πιο εύκολα από την εκπαιδευτική διαδικασία. Τέλος έγινε σαφές ότι παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες (όπως π.χ. διάσπαση προσοχής ή δυσλεξία) δεν μπορούν να ανταποκριθούν καθόλου σε αυτόν τον αποστειρωμένο τύπο μαθήματος.

 

Είναι γεγονός ότι πολλοί από εμάς που εργαζόμαστε σε φροντιστήρια και κέντρα ξένων γλωσσών είχαμε ήδη αντιληφθεί από την προηγούμενη άνοιξη ότι η τηλεκπαίδευση αποστειρώνει περαιτέρω τη διαδικασία του μαθήματος και αλλάζει την ίδια την δουλειά μας προς το χειρότερο. Στη δεύτερη καθολική εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης οι κλειστές κάμερες από την μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών υποβάθμισε σε ακραίο βαθμό την αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού - μαθητή. Επίσης η απαίτηση να “προχωρήσει κανονικά η ύλη” φόρτωσε με πίεση τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και τους μαθητές, που συχνά προσπαθούσαν μάταια να κατανοήσουν νέες έννοιες μέσω μιας διαδικασίας που είναι πραγματική “κονσέρβα”. Γρήγορα έγινε κατανοητό (αυτή τη φορά και από συναδέλφους στο δημόσιο σχολείο) ότι το μάθημα “προχωράει” πιο αργά και το μαθησιακό αποτέλεσμα είναι εμφανώς χειρότερο σε σύγκριση με την δια ζώσης διδασκαλία.Ακόμη έγινε σαφές ότι η τεχνολογική διαμεσολάβηση δυσκολεύει πολύ τις μικρές κινήσεις ανθρώπινης προσέγγισης από εμάς προς τα παιδιά, έτσι χάνεται οποιοδήποτε περιεχόμενο ξεφεύγει από το μάθημα. Εδώ όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι η δια ζώσης διδασκαλία, ειδικά στο ντόπιο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν είναι απαλλαγμένη από πολύ σοβαρά προβλήματα - πριν τον εγκλωβισμό μας στις οθόνες ζούσαμε και εργαζόμασταν μέσα σε μια “βιομηχανία της εκπαίδευσης” που κατά κανόνα αποξενώνει τα παιδιά από την εμπειρία της μάθησης. Αυτό που βιώνουμε είναι ότι η τηλεκπαίδευση αναπαράγει και  μεγενθύνει σε μεγάλο βαθμό όλα τα “κλασσικά” πρόβλήματα της παραδοσιακής διδασκαλίας: τον δασκαλοκεντρισμό, την εξαντλητική ασκησιολογία, την έμφαση στις εξετάσεις, την αντιμετώπιση του μαθητή ως παθητικού αποδέκτη πληροφοριών... Ακόμη κι έτσι η εμπειρία των τελευταίων μηνών δείχνει ότι τόσο η δική μας εργασία όσο και η καθημερινότητα των παιδιών έχουν γίνει περισσότερο αλλοτριωτικές. Εκπαιδευτικοί και μαθητές βυθιζόμαστε μέρα με τη μέρα σε μια διαδικασία που χάνει το νόημα της και δεν προσφέρει καμία ευχαρίστηση σε κανέναν. Δεν είναι λοιπόν υπερβολικό να πούμε ότι η τηλεκπαίδευση σηματοδοτεί μια συνολική υποβάθμιση του (ήδη αρκετά προβληματικού) περιεχομένου της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

 

Ειδικά για όσους εργαζόμαστε στην ιδιωτική εκπαίδευση η εφαρμογή των τηλεμαθημάτων σημαίνει μια ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση της δουλειάς μας. Αυξημένος χρόνος προετοιμασίας για τα μαθήματα, επιπλέον χρόνος εργασίας για meetings με συναδέλφους και διαδικτυακές ενημερώσεις γονέων, συγχώνευση τμημάτων και πιο ελαστικό ωράριο εργασίας με μαθήματα σε απίθανες ώρες (αφού “είσαι διαρκώς στο σπίτι”)... όλα αυτά που συνθέτουν μια καθημερινότητα όπου ο εργάσιμος και ο “ελεύθερος” χρόνος αρχίζουν να μπλέκουν επικίνδυνα. Τηλεκπαίδευση σημαίνει επίσης και την πρωτοφανή εφαρμογή μεθόδων ηλεκτρονικής επιτήρησης από τους ιδιοκτήτες φροντιστηρίων και κέντρων ξένων γλωσσών - μαζί με την επιτήρηση από την πλευρά των γονιών στην περίπτωση των παιδιών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και φυσικά ο απαραίτητος εξοπλισμός για την τηλεκπαίδευση είναι πληρωμένος από την τσέπη μας!

 

Το ερώτημα που επανέρχεται επίμονα τις τελευταίες εβδομάδες είναι το “τι θα μπορούσαμε να κάνουμε απέναντι σε αυτή την κατάσταση”. Δεδομένου ότι η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης μας έφερε αντιμέτωπους με μια συνθήκη τόσο πρωτοφανή όσο και σύνθετη, οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Έχουμε την γνώμη ότι η έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής από την μεριά των μαθητών και οι συνεπαγόμενοι κοινωνικοί αποκλεισμοί από την εκπαιδευτική διαδικασία είναι μεν ένα σοβαρό ζήτημα, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί το αποκλειστικό σημείο της κριτικής μας απέναντι στην τηλεκπαίδευση. Πρέπει να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο πώς αλλάζει η τηλεκπαίδευση τόσο το περιεχόμενο της δουλειάς μας όσο και την καθημερινότητα των μαθητών μας προς το χειρότερο, μια αλλαγή που συμβαίνει με γρήγορους ρυθμούς στο εδώ και στο τώρα. Με απλά λόγια το σύνθημα “δώστε laptop στο λαό” μπορεί μεν να απαιτεί μια τυπική ισότητα πρόσβασης στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλά αφήνει στο απυρόβλητο το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία έχει γίνει πολύ πιο αλλοτριωτική για εμάς και σχεδόν αβίωτη για τα παιδιά.

 

Εξίσου σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουμε, είτε δουλεύουμε στο δημόσιο σχολείο είτε στην ιδιωτική εκπαίδευση, ότι η τηλεκπαίδευση μπορεί να εμφανίστηκε στις ζωές μας στο όνομα μιας “έκτακτης ανάγκης” αλλά όλα δείχνουν ότι ήρθε για να μείνει. Με αυτό δεν εννοούμε ότι υπάρχει κάποιο σατανικό σχέδιο πλήρους αντικατάστασης της δια ζώσης διδασκαλίας από τα τηλεμαθήματα. Τα αδιέξοδα που θα συναντούσε ένα τέτοιο σχέδιο είναι σχεδόν προφανή, π.χ. στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το σχολείο λειτουργεί και ως ένα μαζικό “πάρκινγκ παιδιών” ώστε να μπορούν οι γονείς να πάνε στις δουλειές τους. Αυτό που υποστηρίζουμε εδώ είναι ότι στο άμεσο μέλλον η τηλεκπαίδευση θα χρησιμοποιηθεί από το υπουργείο παιδείας και από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων και φροντιστηρίων ως το “απαραίτητο συμπλήρωμα” της παραδοσιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πεδίο αξιοποίησης είναι πράγματι μεγάλο. Στο δημόσιο σχολείο π.χ. η τηλεκπαίδευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε το υπουργείο να μην στέλνει αναπληρωτές καθηγητές σε “δυσπρόσιτες” περιοχές ή να απαλλαγεί από το καθήκον της εκτύπωσης βιβλίων ή ακόμη να καταστείλει “έξυπνα” ενδεχόμενες μαθητικές καταλήψεις. Στην ιδιωτική εκπαίδευση η τηλεκπαίδευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να εντατικοποιηθεί περισσότερο η εργασία μας (μα δεν είναι καταπληκτική ιδέα τα διαδικτυακά μαθήματα “επίλυσης αποριών” τα Σαββατοκύριακα;) και να ελαστικοποιηθεί πλήρως το ωράριο μας. Είναι ακόμη σαφές ότι η τηλεκπαίδευση θα χρησιμοποιηθεί ως ένας από τους τρόπους για να προχωρήσει η επικείμενη “αξιολόγηση” των εκπαιδευτικών.  Για να ανοίξει όμως αυτό το πεδίο αξιοποίησης πρέπει πρώτα να συμβεί μια διαδικασία “κανονικοποίησης” της τηλεκπαίδευσης. Η μεγάλη πίεση που άσκησε το υπουργείο παιδείας πριν τις γιορτές για την διεξαγωγή “διαδικτυακής αξιολόγησης” των μαθητών του γυμνασίου και του λυκείου στοχεύει ακριβώς σε αυτή τη διαδικασία. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα διαδικτυακά τέστ προσομοίωσης που πραγματοποίησε η ομοσπονδία των ιδιοκτητών φροντιστηρίων και πολλά ιδιωτικά σχολεία αμέσως μετά τις γιορτές. Βασικός στόχος τους είναι με μεθοδικά βήματα να επιβληθεί η αντίληψη ότι η τηλεκπαίδευση είναι “ισοδύναμη” με την δια ζώσης διδασκαλία, κόντρα στην καθημερινή εμπειρία εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών. Μια εμπειρία που δείχνει π.χ. ότι το να εφαρμόζεται κανονικά το ημερήσιο πρόγραμμα και να γίνεται προσπάθεια “να βγεί η διδακτέα ύλη” μέσω των τηλεμαθημάτων εξαντλεί τόσο τους εκπαιδευτικούς όσο και τους μαθητές.

 

Με βάση όλα τα παραπάνω το να υιοθετήσουμε ένα γενικό σύνθημα άρνησης της τηλεκπαίδευσης είναι μεν δικαιολογημένο, αλλά ταυτόχρονα είναι μια επιλογή που χαρακτηρίζεται από υπερβολική “ευκολία”. Σαφώς πιο δύσκολο, αλλά και πιο δημιουργικό από κινηματική σκοπιά, είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης ήδη δημιουργεί κάποια επίδικα αγώνα στο εδώ και στο τώρα. Το να εντοπίσουμε ποιά είναι αυτά τα επίδικα και πώς θα γίνουν αντικείμενο συλλογικής διεκδίκησης θα μας βοηθήσει να μπλοκάρουμε, με συγκεκριμένο και όχι αφηρημένο τρόπο, την διαδικασία “κανονικοποίησης” της τηλεκπαίδευσης σήμερα και την διαδικασία αξιοποίησής της αύριο. Η απόφαση κάποιων τοπικών ΕΛΜΕ να μην εφαρμόσουν την “διαδικτυακή αξιολόγηση” στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (σε αντίθεση με πολλούς συναδέλφους που έσπευσαν να φορτώσουν τους μαθητές με ψηφιακά τέστ και εργασίες!) κινείται σε αυτή την κατεύθυνση. Μια συλλογική απαίτηση από τη μεριά μας για σημαντική μείωση της διδακτέας ύλης σε όλες τις τάξεις, για μη προσμέτρηση των online απουσιών των μαθητών, για κατάργηση της εφαρμογής της τράπεζας θεμάτων στο λύκειο, ή ακόμη για άμεση μείωση των ωρών διδασκαλίας όσο εφαρμόζεται η τηλεκπαίδευση, θα δημιουργούσε κάποια κινηματικά “εμπόδια” στην ψηφιακή αναδιάρθωση. Όλα αυτά τα ζητήματα μπορούν να γίνουν περιεχόμενα αγώνα στο δημόσιο σχολείο, ενός αγώνα που αξίζει να δώσουμε μαζί με τους μαθητές και τις μαθήτριές μας. Ειδικά για όσους εργαζόμαστε στην ιδιωτική εκπαίδευση, όπου ο ατομικισμός κυριαρχεί και οι δυνατότητες συλλογικής οργάνωσης είναι λιγοστές, όλα αυτά σίγουρα ακούγονται δύσκολα. Μπορούμε λοιπόν να ξεκινήσουμε φτιάχνοντας δίκτυα επικοινωνίας και μοιράσματος της καθημερινής εμπειρίας μας στους εκπαιδευτικούς χώρους, μπορούμε να ενδυναμώσουμε τις συναδελφικές μας σχέσεις. Μπορούμε ακόμη να αναζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους θα αντισταθούμε στην εντατικοποίηση της δουλειάς μας και στην ηλεκτρονική επιτήρηση που φέρνει η τηλεκπαίδευση. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να συνειδητοποιήσουμε ότι, ειδικά σε αυτή την δύσκολη εποχή, η βιομηχανία της εκπαίδευσης είναι γεμάτη με εν δυνάμει συγκρούσεις.


Ο δεύτερος γύρος της τηλεκπαίδευσης.pdf


Σχόλια